Για την κρατική δολοφονία του 17χρονου ρομ Χρήστου Μιχαλόπουλου

Τις βραδινές ώρες του Σαββάτου 11/11 στο Λεοντάρι Βοιωτίας έπεσε νεκρός κατά την διάρκεια αστυνομικού ελέγχου από πυρά μπάτσου ο 17χρονος Ρομ Χρήστος Μιχαλόπουλος. Ο πυροβολισμός του ήταν σχεδόν εξ’ επαφής και η μαρτυρία του αδερφού του Χρήστου διαψεύδει το αφήγημα του μπάτσου και των κυρίαρχων μέσων ενημέρωσης για εκπυρσοκρότηση του όπλου κατά την διάρκεια πάλης.

Το παραπάνω δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση μεμονωμένο περιστατικό κρατικής βίας και δολοφονικού ρατσισμού κατά των κοινοτήτων των ρομά. Ούτε ένας χρόνος δεν έχει περάσει από την κρατική δολοφονία του ρομ Κώστα Φραγκούλη στην Θεσσαλονίκη αφότου έφυγε από βενζινάδικο χωρίς να πληρώσει 20€ βενζίνη, ενώ τον Νοέμβριο του 2021 και πάλι μετά από καταδίωξη, δολοφονείται ο Νίκος Σαμπάνης από μπάτσο με 38 σφαίρες. Την ίδια χρονιά η 8χρονη Όλγα είχε παγιδευτεί σε συρόμενη πόρτα εργοστασίου του Κερατσινίου, όπου κι αφέθηκε στην τύχη της, μετά από την δολοφονική αδιαφορία των υπαλλήλων του εργοστασίου και περαστικών. Πριν από 4 χρόνια, η 13χρονη Γιαννούλα στην Άμφισσα έπεσε νεκρή από σφαίρα έλληνα επιχειρηματία, ενοχλημένου από την παρουσία της κοινότητας στην περιοχή. Λίγα -έως κανένα- από αυτά τα περιστατικά κατάφεραν να μπουν στα δελτία των 20:00 και να «συγκινήσουν», καταδεικνύοντας, έτσι, τη σήψη και το ζόφο της ελληνικής κοινωνίας. Είναι προφανές ότι για την ελληνική πραγματικότητα και το κράτος, κάποιες ζωές -και σίγουρα οι ζωές των ρομά- είναι αναλώσιμες.

Όλα τα παραπάνω αποτελούν εκφάνσεις ενός είδους ρατσισμού που ονομάζεται αντιτσιγγανισμός. Αν και έχει μεγάλο ιστορικό παρελθόν, ο αντιτσιγγανισμός σήμερα είναι ένα μείγμα οικονομικού και πολιτισμικού ρατσισμού. Από τη μια δηλαδή του ρατσισμού της φτώχειας και από την άλλη, λόγω της διαφορετικής τους προέλευσης και οργάνωσης, που δεν χωράει στην δυτική κουλτούρα. Η τελευταία βασίζεται στα “ιερά τέρατα” του έθνους και της ιδιοκτησίας (εθνική γη-σύνορα-φράχτες-στρατός), κάτι που η νομαδική ζωή των κοινοτήτων Ρομ έρχεται να αμφισβητήσει, αδιαφορώντας για όλα αυτά τα προϊόντα φαντασίας. Κατά συνεπαγωγή, δεν θα έπρεπε να έχουν το δικαίωμα στην ίδια την ιδιότητα του πολίτη. Αν και ο πολιτισμικός ρατσισμός (δηλαδή η ιδέα της κατωτερότητας της κουλτούρας τους επειδή η τελευταία αμφισβητεί ενεργά τον σύγχρονο καπιταλιστικό τρόπο ζωής) είναι ένας πιο φιλελεύθερος ρατσισμός είναι ξεκάθαρο ότι ακόμα και έτσι οι φόβοι του μέσου αντιτσιγγανιστή σηματοδοτούν τον φόβο διάλυσης του εθνικού κορμού και της διάβρωσης του κοινωνικού ιστού. Από αυτόν πηγάζουν διαφόρων ειδών στερεότυπα για τους Ρομά όπως “η βρωμιά, η ψευτιά, η κλοπή, η απαγωγή παιδιών” στιγματίζοντας τις κοινότητες και απορρίπτοντας όσες από αυτές θέλουν να ενσωματωθούν. Επιπλέον οι ρομά επιτελούν και έναν ιδεολογικό ρόλο για το έθνος: παρουσιάζονται ως εγκληματίες και κακοποιοί, στο σύνολο τους εχθρικοί προς τους «κανονικούς» πολίτες, με την αντιμετώπιση τους αυτή να τους δίνει τον πολύ γνωστό ρόλο του αποδιοπομπαίου τράγου, έτοιμου να θυσιαστεί από το κράτος στο βωμό της ενότητας της υπόλοιπης κοινωνίας. Αυτή η κατάσταση συνδράμει αλλά ταυτόχρονα ενισχύεται από την κρατική διαχείριση, που δυσχεραίνει την πρόσβαση τους σε βασικά αγαθά, όπως η εκπαίδευση, η στέγαση, η ασφάλιση αλλά και από την περιθωριοποίηση των κοινοτήτων εκτός των στενών ορίων της μητρόπολης.

Comments are closed.